- ἀνύπτιος
- ἀνύπτιος, ον,A not passive, of reciprocal Verbs, D.L.7.64.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανύπτιος — ἀνύπτιος, ον (Α) (Γραμμ.) (για ρήματα) ο μη παθητικός … Dictionary of Greek